κλεηδών
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
όνος, ἡ, Ion. and Ep. for κληδών (q.v.). κλέθος· κληδόνα, Hsch. κλεῖα, poet. contr. from κλέεα, pl. of κλέος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1447] όνος, ἡ, ion. u. ep. = κληδών, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλεηδών: -όνος, ἡ, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κλῃδών, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
poét. c. κληδών.
English (Autenrieth)
όνος, and κληηδών (κλέος): rumor, tidings, Od. 4.317; then of something heard as favorable omen, Od. 2.35, Od. 18.117, Od. 20.120.
Greek Monolingual
κλεηδών, -όνος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κληδών.
Greek Monotonic
κλεηδών: -όνος, ὁ, Ιων. και Επικ. αντί κλῃδών.