κορωνοβόλος

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοβόλος Medium diacritics: κορωνοβόλος Low diacritics: κορωνοβόλος Capitals: ΚΟΡΩΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: korōnobólos Transliteration B: korōnobolos Transliteration C: koronovolos Beta Code: korwnobo/los

English (LSJ)

ον,

   A shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνητόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.

Greek Monolingual

κορωνοβόλος, -ον (Α)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον
σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

κορωνοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπά κοράκια· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνα ή τόξο για το χτύπημα κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.