κρούνισμα

From LSJ
Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνισμα Medium diacritics: κρούνισμα Low diacritics: κρούνισμα Capitals: ΚΡΟΥΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kroúnisma Transliteration B: krounisma Transliteration C: kroynisma Beta Code: krou/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gush, stream, APl. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).

Greek (Liddell-Scott)

κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.

Greek Monolingual

κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.

Greek Monotonic

κρούνισμα: -ατος, τό, ανάβλυση, εκροή, σε Ανθ.