Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουφολόγος

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφολόγος Medium diacritics: κουφολόγος Low diacritics: κουφολόγος Capitals: ΚΟΥΦΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: kouphológos Transliteration B: kouphologos Transliteration C: koufologos Beta Code: koufolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A lightly talking, Poll.6.119; κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Philostr.VA7.16.

Greek (Liddell-Scott)

κουφολόγος: -ον, ὁ ὁμιλῶν χωρὶς στόχασιν, ἄκριτος, ἀστόχαστος, Πολυδ. Ϛ΄, 119· κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα Φιλόστρ. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle à la légère.
Étymologie: κοῦφος, λέγω³.

Greek Monolingual

κουφολόγος, -ον (Α)
αυτός που μιλά απερίσκεπτα («κουφολόγον οἱ σοφισταὶ χρῆμα», Φιλόοτρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. γλωσσο-λόγος, ψευδο-λόγος.

Greek Monotonic

κουφολόγος: -ον (λέγω), αυτός που μιλά άκριτα.