Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λαμπαδοῦχος

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

German (Pape)

[Seite 12] eine Fackel haltend, tragend, ἁμέρα, vom Hochzeitstage, Eur. l. A. 1505; ἀγών, Fackelwettlauf, gehol. Ar. Ran. 131, wie δρόμος, Lycophr. 734.

Greek (Liddell-Scott)

λαμπᾰδοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων λαμπάδα, λάμπων, λαμπρός, ἡμέρα Εὐρ. Ι. Α. 1506· λ. ἀγὼν = λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 131· λ. δρόμος Λυκόφρ. 734· - ἐντεῦθεν λαμπᾰδουχέω, ἔχω, κρατῶ, ἢ φέρω, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1119· καὶ λαμπᾰδουχία, ἡ, τὸ φέρειν ἢ ἔχειν λαμπάδα, Λυκόφρ. 1179, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui montre une flamme ; λαμπαδοῦχος ἁμέρα EUR flambeau du jour.
Étymologie: λαμπάς, ἔχω.

Spanish

portador de antorcha

Greek Monolingual

λαμπαδοῡχος, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που λάμπει, λαμπρός («λαμπαδοῡχος ἁμέρα Διός τε φέγγος», Ευρ.)
2. φρ. «λαμπαδοῡχος ἀγών» — λαμπαδηφορία.

Greek Monotonic

λαμπᾰδοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που έχει λαμπάδα, αυτός που λάμπει, λαμπρός, σε Ευρ.