λακαταπύγων

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱκαταπύγων Medium diacritics: λακαταπύγων Low diacritics: λακαταπύγων Capitals: ΛΑΚΑΤΑΠΥΓΩΝ
Transliteration A: lakatapýgōn Transliteration B: lakatapygōn Transliteration C: lakatapygon Beta Code: lakatapu/gwn

English (LSJ)

[ῡ], ον, gen. ονος,

   A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.

Greek Monolingual

λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].

Greek Monotonic

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων, με το πρόθεμα λα-, εξαιρετικά λάγνος, σε Αριστοφ.