λεπτοσύνη

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοσύνη Medium diacritics: λεπτοσύνη Low diacritics: λεπτοσύνη Capitals: ΛΕΠΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: leptosýnē Transliteration B: leptosynē Transliteration C: leptosyni Beta Code: leptosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.

Greek Monolingual

(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].———————— (II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.

Greek Monotonic

λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.