Λακωνισμός
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ὁ,
A imitation of Lacedaemonian manners, esp. of their short and pointed way of talking, Cic.Fam. 11.25.2. II acting in the Lacedaemonian interest, X.HG4.4.15, 7.1.46.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾰκωνισμός: ὁ, μίμησης τοῦ τρόπου τῶν Λακεδαιμονίων, ἰδίως τῆς βραχυλογίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπιτυχῶν ἀποκρίσεων, Κικ. Fam 11. 25, 2. ΙΙ. τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, συμπαθεῖν πρὸς αὐτούς, βαρὺ ἔγκλημα ἐν Ἀθήναις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15., 7. 1. 46.
Greek Monotonic
Λᾰκωνισμός: ὁ (Λακωνίζω),
I. μίμηση του τρόπου των Λακεδαιμονίων, ιδίως της βραχυλογίας, της ολιγολογίας τους, σε Κικ.
II. συμπάθεια προς τα πολιτικά συστήματα των Λακεδαιμονίων, Λακωνισμός, σε Ξεν.