Λυδία

Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Lydia, Hdt.1.79, etc.:—hence Λῡδιακά, τά,

   A a history of Lydia, by Xanthus, Ath.12.515e: Λῡδικὴ ἀρχή Lydian empire, Hdt.1.72.

Greek (Liddell-Scott)

Λῡδία: ἡ, τὸ βασίλειον τοῦ Κροίσου ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, μετὰ ταῦτα Περσικὴ σατραπεία, Ἡρόδ., κτλ.· - τὰ Λυδιακά, ἡ ἱστορία τῆς Λυδίας ὑπὸ τοῦ Ξάνθου, Ἀθήν. 515Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Lydie.
Étymologie: Λυδός.

English (Strong)

properly, feminine of Ludios (of foreign origin) (a Lydian, in Asia Minor); Lydia, a Christian woman: Lydia.

English (Thayer)

Λυδιας, ἡ, Lydia, a woman of Thyatira, a seller of purple, converted by Paul to the Christian faith: Acts 16:14,40. The name was borne by other women also, Horat. carm. 1,8; 3,9.

Greek Monotonic

Λῡδία: ἡ, βασίλειο του Κροίσου στη Μ. Ασία· έπειτα, Περσική σατραπεία, σε Ηρόδ.· τὰ Λυδιακά, η ιστορία της Λυδίας από τον Ξάνθο.