σατραπεία
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
Ion. σᾰτρᾰπηΐη, ἡ, satrapy, office or province of a satrap, Hdt. 1.192, 3.89, X.HG3.1.10, OGI221.28 (Ilium, iii B.C.), LXX Jo.13.3 (-ίαις), J.AJ11.3.2:—ξατραπεία, Arr.Fr.10 J., cf. σατράπης.
German (Pape)
[Seite 864] ἡ, die Satrapie, das Amt od. die Provinz eines σατράπης, Statthalterschaft, Xen. Hell. 3, 1, 10 u. A.; ion. σατραπηΐη, Her. 1, 192.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
satrapie, fonction ou gouvernement d'un satrape.
Étymologie: σατράπης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σατραπεία -ας, ἡ [σατραπεύω] satrapie (functie of gebied van een satraap).
Russian (Dvoretsky)
σᾰτρᾰπεία: ион. σᾰτρᾰπηΐη ἡ сатрапия
1 должность сатрапа;
2 управляемая сатрапом область Her., Xen., Arst., Polyb.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σατραπηΐη και ξατραπεία Α σατραπεύω
1. το αξίωμα του σατράπη, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ασκούσε το αξίωμά του αυτό
2. επαρχία του αρχαίου περσικού κράτους η οποία βρισκόταν υπό την διοίκηση του σατράπη («τὴν οἱ Πέρσαι σατραπηΐην καλέουσι», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
σᾰτραπεία: Ιων. -ηΐη, ἡ, σατραπεία, αξίωμα και διοικητική περιφέρεια σατράπη, σε Ηρόδ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰτρᾰπεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ διοικητικὴ περιφέρεια σατράπου, Ἡρόδ. 1. 192., 3. 89, Ξεν. Ἑλλ. 3, 1, 10.
Middle Liddell
σᾰτρᾰπεία, Ionic -ηΐη, ἡ, [from σᾰτράπης]
a satrapy, the office or province of a satrap, Hdt., Xen.
Lexicon Thucydideum
satrapia, satrapy, province, 1.129.1.
Translations
satrapy
Armenian: սատրապություն; Catalan: satrapia; Czech: satrapie; Dutch: satrapie; Esperanto: satrapio sg; Finnish: satraappikunta; French: satrapie; German: Satrapie; Ancient Greek: σατραπεία, σατραπηΐη, ξατραπεία; Italian: satrapia; Kazakh: сатрапия; Polish: satrapia; Portuguese: satrapia; Romanian: satrapie; Russian: сатрапия; Slovak: satrapia; Spanish: satrapía; Swedish: satrapi; Tajik: сатрапия