λυθρώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).
Greek (Liddell-Scott)
λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.
Greek Monolingual
λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).