ληθάνω

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

German (Pape)

[Seite 38] factitiv. zu λήθω, VLL., scheint nur in compp. erhalten, denn Od. 7, 221 ist eine tmesis anzunehmen, ἐκ δέ με πάντων ληθάνει, er läßt mich Alles vergessen.

Greek (Liddell-Scott)

ληθάνω: ἴδε ἐν λέξ. ἐκληθάνω, λανθάνω Β.

English (Autenrieth)

cause to forget, τινός, Od. 7.221†.

Greek Monolingual

ληθάνω (Α)
λανθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. λέ-ληθ-α, λήθη)).

Greek Monotonic

ληθάνω: μτβ. του λανθάνω, βλ. λανθάνω Β.