μελύδριον
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος A,
A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.
German (Pape)
[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.
Greek (Liddell-Scott)
μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.
Greek Monolingual
μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῡ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.