μετακαινίζω

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακαινίζω Medium diacritics: μετακαινίζω Low diacritics: μετακαινίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: metakainízō Transliteration B: metakainizō Transliteration C: metakainizo Beta Code: metakaini/zw

English (LSJ)

   A model anew, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.

Greek Monolingual

μετακαινίζω (ΑM)
μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + καινίζω (< καινός)].

Greek Monotonic

μετακαινίζω: δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.