μετακαινίζω
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
A model anew, AP7.411 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).
Greek (Liddell-Scott)
μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.
French (Bailly abrégé)
renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.
Greek Monolingual
μετακαινίζω (ΑM)
μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + καινίζω (< καινός)].
Greek Monotonic
μετακαινίζω: δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.