ναυτιάω

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτιάω Medium diacritics: ναυτιάω Low diacritics: ναυτιάω Capitals: ΝΑΥΤΙΑΩ
Transliteration A: nautiáō Transliteration B: nautiaō Transliteration C: naftiao Beta Code: nautia/w

English (LSJ)

mostly in pres. and impf. (aor., Luc.Tox.19, Gal.16.665, Phryn.172: fut., Aristo Stoic.1.89):—

   A suffer from seasickness or nausea, Ar.Th.882, Pl.Tht.191a, Lg.639b, Arist. Pr.868a6, D.Fr.30, Plu.Per.33; ταῦτα δ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν Com.Adesp.637; ἐναυτίων Luc.Nec.4.    2 generally, to be disgusted, Demetr.Eloc.15, Phryn.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτιάω: μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πάσχω ἐκ ναυτίας, «ἀναγούλας», Ἀριστοφ. Θεσμ. 882, Πλάτ. Θεαίτ. 191Α, Νόμ. 639Β· ἐναυτίων Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) καθόλου, βδελύττομαι, ἀποστρέφομαί τι, Δημήτρ. Φαληρ. 15. Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. τομάω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., impf. et ao.
avoir le mal de mer ; avoir des nausées.
Étymologie: ναυτία.

Greek Monotonic

ναυτιάω: μόνο στον ενεστ. και παρατ., αισθάνομαι αναγούλα, υποφέρω από τη ζαλάδα του θαλασσινού ταξιδιού ή από ναυτία, σε Αριστοφ., Πλάτ.