νέα
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
Ion. acc. of ναῦς. II v. νειός.
Greek (Liddell-Scott)
νέα: ἡ νέωμα, κοινῶς «νειάμα», μέρος χέρσου γῆς καλλιεργηθὲν διὰ πρώτην φορὰν καὶ ἀφεθὲν ἀργὸν ἐπί τινα χρόνον ὅπως καλλιεργηθῇ πάλιν πρὸς σποράν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3, 15.
French (Bailly abrégé)
acc. de ναῦς;
fém. de νέος;
neutre pl. de νέος.
Greek Monolingual
νέα, ἡ (Α)
βλ. νειός.
Greek Monotonic
νέα: Ιων. αιτ. του ναῦς.