οἰκωφελής

From LSJ
Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελής Medium diacritics: οἰκωφελής Low diacritics: οικωφελής Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oikōphelḗs Transliteration B: oikōphelēs Transliteration C: oikofelis Beta Code: oi)kwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A beneficial to the house, only in Adv. -λῶς D.C.56.7.

German (Pape)

[Seite 304] ές, dem Hause nützlich, wirthlich, Theocr. 28, 2. – Adv. οἰκωφελῶς, D. C. 56, 7.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελής: -ές, (ὀφέλλω) ὁ αὐξάνων, προάγων τὸν οἶκον, γυναιξὶν πόνος οἰκωφελέεσσιν, ταῖς διὰ φρονήσεως αὐξούσαις καὶ προαγούσαις τὸν οἶκον, Θεόκρ. 28. 2 ἔνθα νῦν: γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας. - Ἐπίρρ. -λῶς, Δίων Κ. 56. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui est un bien pour une maison.
Étymologie: οἶκος, ὀφέλλω.

Greek Monolingual

οἰκωφελής, -ές (Α)
ωφέλιμος για το σπίτι, ιδίως από οικονομική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωφελής (< ὄφελος). Το -ω- οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. δημ-ωφελής, ψυχ-ωφελής)].

Greek Monotonic

οἰκωφελής: -ές (ὀφέλλω), επικερδής, ωφέλιμος για το σπίτι, γυνὴ οἰκωφελής, σύζυγος της οποίας η σύνεση κάνει το σπίτι να ευδοκιμήσει, σε Θεόκρ.