ὀπισθόγραφος

From LSJ
Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόγρᾰφος Medium diacritics: ὀπισθόγραφος Low diacritics: οπισθόγραφος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: opisthógraphos Transliteration B: opisthographos Transliteration C: opisthografos Beta Code: o)pisqo/grafos

English (LSJ)

ον,

   A written on the back as well as the front, of papyrus rolls, Plin.Ep.3.5.17, Luc.Vit. Auct.9, Ulp.in Dig.37.11.4, Gloss.

German (Pape)

[Seite 358] hinten, auf der Rückseite beschrieben, Luc. vit. auct. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόγρᾰφος: -ον, ὁ γεγραμμένος ἐπὶ τοῦ ὄπισθεν μέρους ἢ ἐπὶ τοῦ καλύμματος, βιβλίον Λουκ. Βίων πρᾶσις 9, - τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου scriptus et in tergo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrit sur le revers.
Étymologie: ὄπισθεν, γράφω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθόγραφος, -ον)
νεοελλ.
ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου
αρχ.
ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του.
επίρρ...
οπισθογράφως
με οπισθογράφηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθο- + -γράφος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Greek Monotonic

ὀπισθόγρᾰφος: -ον, γραμμένος στην πίσω πλευρά σελίδας ή εξώφυλλου, σε Λουκ.