ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Full diacritics: ὀρωρέχαται | Medium diacritics: ὀρωρέχαται | Low diacritics: ορωρέχαται | Capitals: ΟΡΩΡΕΧΑΤΑΙ |
Transliteration A: orōréchatai | Transliteration B: orōrechatai | Transliteration C: ororechatai | Beta Code: o)rwre/xatai |
ὀρωρέχατο,
A v. ὀρέγω.
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
see ὀρέγνῦμι.
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.