παρορμητικός

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρορμητικός Medium diacritics: παρορμητικός Low diacritics: παρορμητικός Capitals: ΠΑΡΟΡΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parormētikós Transliteration B: parormētikos Transliteration C: parormitikos Beta Code: parormhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stimulative, Longin.14.3 ; πρὸς γάμον Plu.Lyc.15 ; π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110 ; π. ῥήματα verbs denoting incitement, A.D.Synt.289.16.

German (Pape)

[Seite 527] ή, όν, antreibend, anspornend, πρός τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

παρορμητικός: -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.
Étymologie: παρορμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα του παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)
νεοελλ.
αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης
αρχ.
φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.

Greek Monotonic

παρορμητικός: -ή, -όν (παρορμάω), προτρεπτικός, διεγερτικός, σε Πλούτ.