πατά
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
Scythian word,
A = κτείνω, Hdt.4.110.
German (Pape)
[Seite 533] nach Her. 4, 110 scythisches Wort für κτείνειν.
Greek (Liddell-Scott)
πατά: λέξις Σκυθική, = κτείνω, Ἡρόδ. 4. 110.
French (Bailly abrégé)
tuer.
Étymologie: mot scythe.
Greek Monolingual
Α
κτείνω, σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκυθική λ.].