ποθόβλητος

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθόβλητος Medium diacritics: ποθόβλητος Low diacritics: ποθόβλητος Capitals: ΠΟΘΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: pothóblētos Transliteration B: pothoblētos Transliteration C: pothovlitos Beta Code: poqo/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A love-stricken, Nonn.D.4.225, AP6.71 (Paul. Sil.), 9.620 (Id.).    II Act., causing desire, Nonn.D.15.235, al.

German (Pape)

[Seite 645] von Verlangen, Sehnsucht, Liebe getroffen, verwundet; ἔργα, Paul. Sil. 41. 63 (VI, 71. IX, 620), u. a. sp. D., wie Nonn. D. 8, 254. 10, 268.

Greek (Liddell-Scott)

ποθόβλητος: -ον, ὑπὸ πόθου βληθείς, ἐρωτόληπτος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 9. 620, Νόνν. Δ. 4. 225.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
atteint d’un désir passionné.
Étymologie: πόθος, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)
2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].

Greek Monotonic

ποθόβλητος: -ον, ερωτοχτυπημένος, σε Ανθ.