πολυμηχανία
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A resourcefulness, inventiveness, Od.23.321, Plu.2.233e: pl., Man.6.483.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, ion. -ίη, Reichthum an Kunstgriffen, Erfindsamkeit, Od. 23, 321 u. sp. D., wie Maneth. 6, 483, im plur.; auch Plut. Lac. apophth. p. 238.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμηχᾰνία: Ἰων. -ίη, τὸ πολλὰ μηχανᾶσθαι καὶ ἐπινοεῖν, Ὀδ. Ψ. 321, Πλούτ. 2. 233Ε· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 6. 483.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie, adresse.
Étymologie: πολυμήχανος.
Greek Monolingual
και πολυμηχανίη, ἡ, Α πολυμήχανος
η εφευρετικότητα, η ικανότητα να επινοεί κανείς τεχνάσματα.
Greek Monotonic
πολῠμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ, κατοχή και ικανότητα ανεύρεσης και ανάκλησης πολλών τρόπων διαφυγής, εφευρετικότητα, ετοιμότητα, σε Ομήρ. Οδ.