πρεσβυγένεια

From LSJ
Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβῠγένεια Medium diacritics: πρεσβυγένεια Low diacritics: πρεσβυγένεια Capitals: ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΕΙΑ
Transliteration A: presbygéneia Transliteration B: presbygeneia Transliteration C: presvygeneia Beta Code: presbuge/neia

English (LSJ)

Ion. πρεσβυγεν-είη, ἡ,

   A seniority of birth, Hdt.6.51, Plu.2.636e.

German (Pape)

[Seite 699] ἡ, ältere Geburt, Erstgeburt; Her. 6, 51; Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῠγένεια: ἡ, προτεραιότης γεννήσεως, Ἡρόδ. 6. 51, Πλούτ. 2. 636D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ancienneté d’âge.
Étymologie: πρεσβυγενής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α πρεσβυγενής
η ιδιότητα του πρεσβυγενούς, του πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια.

Greek Monotonic

πρεσβῠγένεια: προτεραιότητα στη γέννηση, σε Ηρόδ.