προκαταπλέω

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταπλέω Medium diacritics: προκαταπλέω Low diacritics: προκαταπλέω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΠΛΕΩ
Transliteration A: prokatapléō Transliteration B: prokatapleō Transliteration C: prokatapleo Beta Code: prokataple/w

English (LSJ)

   A sail down before, Plb.1.21.4.

German (Pape)

[Seite 728] (s. πλέω), vorher hinabschiffen, Pol. 1, 21, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπλέω: καταπλέω πρότερον, Πολύβ. 1. 21, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’embarquer ou faire une traversée auparavant.
Étymologie: πρό, καταπλέω.

Greek Monolingual

Α
καταπλέω σε λιμάνι εκ τών προτέρων («μετὰ νεῶν ἐπτακαίδεκα προκατέπλευσεν εἰς τὴν Μεσσήνην», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταπλέω «ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι»].

Greek Monotonic

προκαταπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, καταπλέω από πριν, σε Πολύβ.