πολύϊχθυς

From LSJ
Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύϊχθυς Medium diacritics: πολύϊχθυς Low diacritics: πολύϊχθυς Capitals: ΠΟΛΥΪΧΘΥΣ
Transliteration A: polýïchthys Transliteration B: poluichthys Transliteration C: polyichthys Beta Code: polu/i+xqus

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ,

   A abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυ-ΐχθῠος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύ-ϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.