προσαμείβομαι
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
Dor. ποτ-, Med.,
A answer, τινα Theoc.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
French (Bailly abrégé)
répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.
Greek Monolingual
Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Greek Monotonic
προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.