πώλειος

From LSJ
Revision as of 01:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλειος Medium diacritics: πώλειος Low diacritics: πώλειος Capitals: ΠΩΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pṓleios Transliteration B: pōleios Transliteration C: poleios Beta Code: pw/leios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a foal, χαίτη Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πώλειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς πῶλον, πωλεία χαίτη Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de poulain.
Étymologie: πῶλος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Μ πῶλος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πώλο, στο πουλάρι.

Greek Monotonic

πώλειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε μικρό άλογο, χαίτη, σε Σουΐδ.