πωλεία
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἡ, breeding of foals, stud, X.Eq.2.2; breed, Str.5.1.4; written πωλέα, BGU563 i 10, al. (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, = πώλευσις, Fohlenzucht, Xen. Hipparch. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dressage des jeunes chevaux.
Étymologie: πῶλος.
Russian (Dvoretsky)
πωλεία: ἡ коневодство Xen.
Greek (Liddell-Scott)
πωλεία: ἡ, πώλευσις, τὸ ἀνατρέφειν πώλους, ὁ μὲν δὴ ὥσπερ ἐγὼ γιγνώσκων περὶ πωλείας, δῆλον ὅτι κτλ. Ξεν. Ἱππ. 2, 2 κἑξ., Στράβ. 212· - ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ἱππεία.
Greek Monolingual
και πωλέα, ἡ, Α πωλεύω
1. δάμασμα, εκγύμναση πουλαριών
2. εκτροφή πουλαριών.
Greek Monotonic
πωλεία: ἡ, ανατροφή νεαρών αλόγων, σε Ξεν.