ῥινόκερως

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνόκερως Medium diacritics: ῥινόκερως Low diacritics: ρινόκερως Capitals: ΡΙΝΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: rhinókerōs Transliteration B: rhinokerōs Transliteration C: rinokeros Beta Code: r(ino/kerws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, (ῥίς)

   A the Rhinoceros or Nose-horn, Callix.2, Str. 16.4.15, Ael.NA17.44, IG14.1302 (Praeneste); ῥ. λίθος, of its horn, Cyran.36.    2 wild bull, Aq.Jb.39.9, Ps.28(29).9.    3 = ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ, Hsch. (perh. hornbill).

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, das Nashorn, Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνόκερως: -ωτος, ὁ, (ῥὶς) τὸ γνωστὸν θηρίον, Στράβ. 774 κἑξ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C, Αἰλ. π. Ζ. 17. 44, Συλλ. Ἐπιγρ. 6131b. 2) = μονόκερως, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ ΛΘ΄, 9. 3) πτηνόν τι Αἰθιοπικόν, «ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ) :
rhinocéros, « l’animal avec une corne sur le nez ».
Étymologie: ῥίς, κέρας.

Greek Monotonic

ῥῑνόκερως: -ωτος, ὁ (ῥίς, κέρας), ρινόκερος, σε Στράβ.