ῥυσότης
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A wrinkledness, wrinkles, Plu.Galb.13, Antyll. ap. Orib.44.8.2.
German (Pape)
[Seite 853] ητος, ἡ, Runzligkeit, runzliges Wesen, Runzeln, Plut. Galb. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ῥυτίδωσις, Πλουτ. Γάλβ. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
front ridé.
Étymologie: ῥυσός.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, Α ῥυσός
ρυτίδωση, ζάρωμα.
Greek Monotonic
ῥῡσότης: -ητος, ἡ, ρυτίδωση, πτύχωση, ζάρωμα, τσαλάκωμα, σε Πλούτ.