προτιμωρέω
From LSJ
English (LSJ)
A help beforehand or first, τινι Th.1.74:—Med., revenge oneself before, Id.6.57.
German (Pape)
[Seite 793] vorher oder zuerst beistehen, τινί, Thuc. 1, 74; im med., sich vorher rächen, τινά, an Jem., 6, 57.
Greek (Liddell-Scott)
προτῑμωρέω: βοηθῶ πρότερον, τινι Θουκ. 1. 74. ― Μέσ., ἐκδικοῦμαι πρότερον, τιμωρῶ, ὁ αὐτ. 6. 57.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
secourir ou venger auparavant, τινι;
Moy. προτιμωρέομαι-οῦμαι se venger auparavant de, acc..
Étymologie: πρό, τιμωρέω.
Greek Monotonic
προτῑμωρέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ κάποιον προτού, τινί, σε Θουκ. — Μέσ., εκδικούμαι, τιμωρώ εκ των προτέρων, στον ίδ.