σιτηγέω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
= σιταγωγέω,
A convey or transport corn, Ἀθήναζε εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον D.34.36, cf. <s
German (Pape)
[Seite 885] = σιταγωγέω, Getreide, Speise zuführen; εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον, Dem. 34, 36, u. öfter; Memn. 24.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγέω: σιταγωγέω, φέρω ἢ μεταβιβάζω σῖτον, εἰς τὸ Ἀττικὸν ἐμπόριον Δημ. 917. 26, Ἀθήναζε ὁ αὐτ. 941. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 151. 21· εἰσάγω σῖτον, παρά τινος Δημ. 467. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
transporter du blé ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.
Greek Monotonic
σῑτηγέω: μέλ. -ήσω, = σιταγωγέω, κουβαλώ ή μεταφέρω σιτηρά, σε Δημ.· εισάγω σιτηρά, παρά τινος, στον ίδ.