σπάραγμα

From LSJ
Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάραγμα Medium diacritics: σπάραγμα Low diacritics: σπάραγμα Capitals: ΣΠΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: spáragma Transliteration B: sparagma Transliteration C: sparagma Beta Code: spa/ragma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A piece torn off, shred, fragment, ὅσων σπαράγματα all whose mangled corpses, S.Ant.1081; σπάραγμα κόμας E. Andr.826 (lyr.); γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπέρματος τὰ δ' ἀπὸ σπαραγμάτων others from slips, Arist.GA761b28: pl., σ. κρημνῶν jagged fragments, Plu.Mar.23; σ. στεφάνων fragments of... Id.2.463a, etc.; γραμμάτων σπαράγμασι . . οἱ σπεύδοντες γράφουσι ib.1011d.    II tearing, rending, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν E.Ba.739.    III collect. in sg.,= λατύπη, SIG996.31 (Smyrna, prob. i A.D.).

German (Pape)

[Seite 916] τό, ein abgerissenes oder abgebrochenes Stuck, wie es die Hunde abreißen; Soph. Ant. 1068; κόμας, Eur. Andr. 827; δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν, Bacch. 738; auch in sp. Prosa, κρημνῶν Plut. Mar. 23, κολοσσοῦ Philostr. soph. 2, 10, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπάραγμα: τό, μέρος ἀπεσπασμένον, τεμάχιον ἐσχισμένον, τεμάχιον, λωρίς, ὅσων σπαράγματα, πάντες ἐκεῖνοι ὅσων τὰ ἐσπαραγμένα πτώματα …, Σοφ. Ἀντ. 1081· σπάραγμα κόμας Εὐρ. Ἀνδρ. 826· γίνεται τὰ μὲν ἀπὸ σπερμάτων τὰ δ’ ἀπὸ σπαραγμάτων, ἐκ κλάδων ἀπεσπασμένων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 11· σπ. κρημνῶν, ἀποσπάσματα κρημνῶν, ὄγκοι κρημνώδεις, Πλουτ. Μάρ. 23· σπ. στεφάνων, λόγων, ἀποσπάσματα, τεμάχια …, Πλούτ. 2. 463A, κτλ.· σπ. γραμμάτων, συντετμημέναι λέξεις, αὐτόθι 1011D. ΙΙ. = σπαραγμός, τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν βιαίως, διασπαράττειν, δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν Εὐρ. Βάκχ. 739.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 déchirure, lambeau ; σπάραγμα λόγων PLUT fragments de discours ; σπαράγματα γραμμάτων PLUT abréviations;
2 action de déchirer.
Étymologie: σπαράσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σπαράσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω
2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου
νεοελλ.
μτφ. εκδήλωση σπαραγμού
αρχ.
λατύπη.

Greek Monotonic

σπάραγμα: -ατος, τό,
I. τμήμα που έχει αποσχισθεί, κομμάτι, απόκομμα, απόσπασμα· ὅσων σπαράγματα, όλοι αυτοί που τα κομματιασμένα τους πτώματα, σε Σοφ.· σπάραγμα κόμας, σε Ευρ.
II. = σπαραγμός, απόσχιση, βίαιη απόσπαση, θραύση, στον ίδ.