στερρόγυιος

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερρόγυιος Medium diacritics: στερρόγυιος Low diacritics: στερρόγυιος Capitals: ΣΤΕΡΡΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: sterrógyios Transliteration B: sterroguios Transliteration C: sterrogyios Beta Code: sterro/guios

English (LSJ)

ον,

   A with strong limbs, APl.4.52 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

στερρόγυιος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, εὔρωστα, Ἀνθ. Πλαν. 52.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux membres robustes.
Étymologie: στερρός, γυῖον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ισχυρά, εύρωστα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»), πρβλ. οβριμό-γυιος].

Greek Monotonic

στερρόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός που έχει δυνατά, εύρωστα μέλη, σε Ανθ.