συμπεριποιέω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A help in procuring, τὴν ἀρχήν τινι Plb.3.49.9, cf. D.S.11.81.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich verschaffen; τινὶ τὲν ἀρχήν Pol. 3, 49, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριποιέω: ὁμοῦ περιποιῶ, συμπρομηθεύω, τὴν ἀρχήν τινι Πολύβ. 3. 49, 9, πρβλ. Διόδ. 11. 81.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à acquérir.
Étymologie: σύν, περιποιέω.
Greek Monotonic
συμπεριποιέω: μέλ. -ήσω, προμηθεύω από κοινού, σε Πολύβ.