συμφιλοτιμέομαι

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῐλοτῑμέομαι Medium diacritics: συμφιλοτιμέομαι Low diacritics: συμφιλοτιμέομαι Capitals: ΣΥΜΦΙΛΟΤΙΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: symphilotiméomai Transliteration B: symphilotimeomai Transliteration C: symfilotimeomai Beta Code: sumfilotime/omai

English (LSJ)

   A join in zealous efforts, abs. or c. dat., D.S.2.18, Plu.2.813c, Luc.6, Supp.Epigr.4.319.2 (Panamara, ii A.D.), etc.; τινὶ εἴς τι IG22.1225.6 (Salamis, iii B.C.), D.S.19.52:—also Act., -τιμῶν τῇ τοῦ πατρὸς προαιρέσει Supp.Epigr.4.442 (Milet., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 992] dep. pass., Etwas mit od. zugleich aus Ehrsucht thun, τῇ τ' ἀνδρὸς μεγαλοπρεπείᾳ πάντων συμφιλοτιμουμένων, D. Sic. 19, 51, indem Alle ihren Ehrgeiz darauf richteten, es der Großmuth des Mannes nachzuthun; vgl. 2, 18; Plut. Lucull. 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῐλοτῑμέομαι: φιλοτιμοῦμαι ὁμοίως, Διόδ. 2. 18, Πλουτ. Λούκουλλ. 6, κτλ.· τινι εἴς τι Διόδ. 19. 52· ἀπολ., Πλούτ. 2. 813D.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
rivaliser de zèle ; en gén. rivaliser avec, τινι.
Étymologie: σύν, φιλοτιμέομαι.

Greek Monotonic

συμφῐλοτῑμέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., συμμετέχω σε προσπάθειες που καταβάλλονται με ζήλο, σε Πλούτ.