σύμπυκνος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον,
A pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.
German (Pape)
[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compact.
Étymologie: σύν, πυκνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πυκνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πυκνός.
Greek Monotonic
σύμπυκνος: -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, σφιχτός, σε Ξεν.