συντερετίζω
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
A whistle an accompaniment, Thphr.Char.19.10.
Greek (Liddell-Scott)
συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.
French (Bailly abrégé)
accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.
Greek Monolingual
Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].
Greek Monotonic
συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.