συντολμάω
From LSJ
Χρυσὸς δ' ἀνοίγει πάντα κἂν ᾍδου (κἀίδου) (καὶ χαλκᾶς) πύλας → Aurum omnia aperit, inferûm portas quoque → Gold öffnet jedes Tor sogar der Unterwelt | Gold öffnet alles, jedes Tor sogar aus Erz
English (LSJ)
A venture together, ἕτερά τινα Eun.VSp.496 B., cf. Hist. p.240 D. (Pass.), Anon. ap. Suid. s.v. φαιάν.
Greek (Liddell-Scott)
συντολμάω: τολμῶ ὁμοῦ, δεινότερα Εὐνάπ. σ. 481 Boiss., πρβλ. Συγγραφ. παρὰ Σουΐδ. 3766D Gaisf.· ― Δωρικ. ἀόρ. συνέτλας, Εὐρ. Ἄλκ. 411.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
oser ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, τολμάω.
Greek Monotonic
συντολμάω: μέλ. -ήσω, επιχειρώ, τολμώ κάτι μαζί — Δωρ. γʹ ενικ. αορ. βʹ, συν-έτλας, σε Ευρ.