σφαραγίζω

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγίζω Medium diacritics: σφαραγίζω Low diacritics: σφαραγίζω Capitals: ΣΦΑΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: spharagízō Transliteration B: spharagizō Transliteration C: sfaragizo Beta Code: sfaragi/zw

English (LSJ)

   A stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.

French (Bailly abrégé)

soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.

Greek Monolingual

Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

σφᾰρᾰγίζω: μόνο σε Επικ. παρατ. σφαράγιζον, συνταράζω παράγοντας κρότο, δονώ θορυβωδώς, σε Ησίοδ.