ταγεύω

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγεύω Medium diacritics: ταγεύω Low diacritics: ταγεύω Capitals: ΤΑΓΕΥΩ
Transliteration A: tageúō Transliteration B: tageuō Transliteration C: tageyo Beta Code: tageu/w

English (LSJ)

   A to be ταγός or chief of Thessaly, X.HG6.1.19:—Pass., to be united under one ταγός, ib.6.1.8.    2 to be chief of a phratria, Schwyzer 323 A 1, B 31,33 (Delph., iv B.C.).    3 to be magistrate of a Thessalian town, IG9(2).517.24 (Larissa, iii B.C.), 531.2 (Thess., i B.C.).    II Med., let soldiers be posted or stationed, ἄνδρας ἀρίστους . . πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι A.Th.58.

German (Pape)

[Seite 1063] beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.

Greek (Liddell-Scott)

τᾱγεύω: εἶμαι ταγός, ἤτοι ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., τάσσω, παραγγέλλω νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Αἰσχύλ. Θήβ. 58.

French (Bailly abrégé)

commander, diriger, conduire ; Pass. avoir pour commandant, pour chef;
Moy. ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.
Étymologie: ταγός.

Greek Monolingual

Α ταγός
1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός, ασκώ δημόσιο αξίωμαἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.)
2. είμαι αρχηγός φρατρίας
3. μέσ. ταγεύομαι
διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος», Αισχύλ.)
4. παθ. είμαι ενωμένος μαζί με άλλους υπὸ την εξουσία ενός ταγού.

Greek Monotonic

τᾱγεύω: μέλ. ταγεύσω (ταγός),
I. είμαι άρχοντας των Θεσσαλών, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ενωμένος κάτω από έναν ταγόν, στον ίδ.
II. Μέσ., παραγέλλω στους στρατιώτες να παραταχθούν, σε Αισχύλ.