συνεκτίκτω

From LSJ
Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτίκτω Medium diacritics: συνεκτίκτω Low diacritics: συνεκτίκτω Capitals: ΣΥΝΕΚΤΙΚΤΩ
Transliteration A: synektíktō Transliteration B: synektiktō Transliteration C: synektikto Beta Code: sunekti/ktw

English (LSJ)

   A bring forth together, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις produce food simultaneously with the young, as oviparous animals do, Arist. GA774b30, cf. Pol.1256b10, cj. in Pl.Tht.156b.

German (Pape)

[Seite 1013] (s. τίκτω), mit od. zugleich gebären, ὠά, zugleich Eier legen, Arist. gen. an. 3, 2, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτίκτω: τίκτω, γεννῶ ὁμοῦ, τροφὴν σ. τοῖς τέκνοις, τίκτειν τροφὴν μετὰ τοῦ τικτομένου ζῴου, ὡς γίνεται παρὰ τοῖς ᾠοτόκοις τῶν ζῴων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 9, πρβλ. Πολιτικ. 1. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

enfanter ou produire en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκτίκτω.

Greek Monolingual

Α
γεννώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»].

Greek Monolingual

Α
γεννώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκτίκτω «γεννώ, τίκτω»].

Greek Monotonic

συνεκτίκτω: γεννώ μαζί, σε Αριστ.