συνείρηκα
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
German (Pape)
[Seite 1011] perf. zu σύμφημι, συνερῶ, συνεῖπον.
French (Bailly abrégé)
v. συναγορεύω.
Greek Monotonic
συνείρηκα: χρησιμ. ως παρακ. του σύμφημι.