τυρευτήρ

From LSJ
Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρευτήρ Medium diacritics: τυρευτήρ Low diacritics: τυρευτήρ Capitals: ΤΥΡΕΥΤΗΡ
Transliteration A: tyreutḗr Transliteration B: tyreutēr Transliteration C: tyreftir Beta Code: tureuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who makes cheese, Ἑρμῆς τυρευτήρ Hermes as god of goatherds, and giver of goat's-milk cheese, AP9.744 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1164] ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißt Hermes, als Hirtengott und Geber des Ziegenkäses, Leonid. paralip. 89 (IX, 744).

Greek (Liddell-Scott)

τῡρευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ τυρεύων, κατασκευάζων τυρόν, Ἑρμῆς τυρευτήρ, ὡς θεὸς τῶν αἰπόλων καὶ δοτὴρ τοῦ αἰγείου τυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 744.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fait des fromages ép. d’Hermès, dieu des chevriers.
Étymologie: τυρεύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός
2. προσωνυμία του Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη του κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βουλευ-τήρ)].

Greek Monotonic

τῡρευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που κατασκευάζει τυρί, λέγεται για τον Ερμή ως θεό των βοσκών και των τράγων, σε Ανθ.