τεκνογόνος
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
(parox.), ον,
A bearing children, A.Th.928.
German (Pape)
[Seite 1082] Kinder zeugend, gebärend, von Frauen, Aesch. Spt. 911.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνογόνος: -ον, ὁ γεννῶν τέκνα, Αἰσχύλ. Θήβ. 929.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui procrée ou enfante.
Étymologie: τέκνον, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο-γόνος.
Greek Monotonic
τεκνογόνος: -ον, αυτός που γεννάει παιδιά, σε Αισχύλ.