ὑποξύριος

From LSJ
Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποξῠριος Medium diacritics: ὑποξύριος Low diacritics: υποξύριος Capitals: ΥΠΟΞΥΡΙΟΣ
Transliteration A: hypoxýrios Transliteration B: hypoxyrios Transliteration C: ypoksyrios Beta Code: u(pocu/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A on which shears or razors are rubbed, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1227] unter dem Scheermesser, φάρσος πετάσου Phani. 6 (VI, 307).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξύριος: [ῡ], -α, -ον, ὁ ὑπὸ τὸ ξυράφιον ὤν, Ἀνθ. Π. 6. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
placé sous le rasoir.
Étymologie: ὑπό, ξυρόν.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το ξυράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ ξυρῷ + κατάλ. -ιος].

Greek Monotonic

ὑποξύριος: [ῠ], -α, -ον (ξυρόν), αυτός που βρίσκεται κάτω από ξυράφι, ξυριστική λεπίδα, σε Ανθ.