χοιροπώλης

From LSJ
Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιροπώλης Medium diacritics: χοιροπώλης Low diacritics: χοιροπώλης Capitals: ΧΟΙΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: choiropṓlēs Transliteration B: choiropōlēs Transliteration C: choiropolis Beta Code: xoiropw/lhs

English (LSJ)

ου, Dor. -ας, α, ὁ,

   A pig-dealer, Ar.Ach.818, Fr.578.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, Schweinehändler, dor. χοιροπώλας, Ar. Ach. 783; Poll. 7, 187.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροπώλης: Δωρ. ας, α, ὁ πωλῶν χοίρους, χοιροπώλας Μεγαρικὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 818, Ἀποσπ. 485.

French (Bailly abrégé)

α (ὁ) :
marchand de cochons.
Étymologie: χοῖρος, πωλέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δωρ. τ. χοιροπώλας Α
πωλητής χοίρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + -πώλης].

Greek Monotonic

χοιροπώλης: Δωρ. -ας, -α, ὁ (πωλέομαι), αυτός που πουλάει χοίρους, σε Αριστοφ.