διακροτέω

From LSJ
Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακροτέω Medium diacritics: διακροτέω Low diacritics: διακροτέω Capitals: ΔΙΑΚΡΟΤΕΩ
Transliteration A: diakrotéō Transliteration B: diakroteō Transliteration C: diakroteo Beta Code: diakrote/w

English (LSJ)

   A pierce through, sens. obsc., E.Cyc.180.    II resolve into components, as words into their elements, opp. συγκροτέω, Pl. Cra.421c.    III knock off, κρίκους Plu.2.304b.

German (Pape)

[Seite 584] 1) durchschlagen, durchbrechen; τοὺς πεδῶν κρίκους Plut. qu. gr. 57; – im obscönen Sinne, = διασποδέω, τὴν νεᾶνιν Eur. Cycl. 180. – 2) zerlegen, in seine ursprünglichen Bestandtheile, Plat. Crat. 421 c, Ggstz συγκροτέω.

Greek (Liddell-Scott)

διακροτέω: κροτῶ διὰ μέσου, διαρρηγνύω, μετὰ σημασίας αἰσχρᾶς, πρβλ. διασποδῶ, Λατ. pertundere, Εὐρ. Κύκλ. 180. ΙΙ. διαλύω εἰς τὰ συνθετικὰ μέρη, οἷον λέξεις εἰς τὰ στοιχεῖα αὐτῶν, ἀντίθ. συγκροτέω, Πλάτ. Κρατ. 421C. ΙΙΙ. διασπῶ, διαρρηγνύω τὰ δεσμά, Πλούτ. 2. 304Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
trouer, percer.
Étymologie: διά, κροτέω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 golpear atravesando, penetrar sent. sexual οὔκουν ... ἅπαντες αὐτὴν διεκροτήσατε; E.Cyc.180.
2 separar a golpes τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plu.2.304b, fig. ταῦτα μέν μοι δοκεῖς ... ἀνδρείως πάνυ διακεκροτηκέναι Pl.Cra.421c.
II intr., en v. med. resonar ἐν ψόφῳ διακένων ῥημάτων διακεκρότηται Gr.Nyss.Ref.Eun.409.27.

Russian (Dvoretsky)

διακροτέω: 1) досл. разбивать, перен. разлагать на составные части (ἀνδρείως διακεκροτηκέναι τι Plat.);
2) перен. пробивать, протыкать (τινα Eur.);
3) сбивать (τῶν πεδῶν τοὺς κρίκους Plut.).