συνυποφύομαι

From LSJ
Revision as of 06:02, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποφύομαι Medium diacritics: συνυποφύομαι Low diacritics: συνυποφύομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synypophýomai Transliteration B: synypophyomai Transliteration C: synypofyomai Beta Code: sunupofu/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A grow up together, ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας Plu. 2.554a.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποφύομαι: Παθητ., ὑποφύομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἐκ τῆς αὐτῆς… ῥίζης συνυποφυομένην Πλούτ. 2. 554Α.

French (Bailly abrégé)

f. συνυποφύσομαι, ao.2 συνυπέφυν, etc.
naître ou croître ensemble dessous.
Étymologie: σύν, ὑποφύομαι.

Greek Monolingual

Α
φυτρώνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποφύομαι «φυτρώνω από κάτω»].

Russian (Dvoretsky)

συνυποφύομαι: одновременно вырастать (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης Plut.).